- ενάμισης, ο, μιάμιση, η, ενάμισι
- τοαριθμ. απόλ., ένας (μία, ένα) και μισός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.